- κεδρίς
- κεδρίςfruit offem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεδρίς — κεδρίς, ἡ (Α) [κέδρος] 1. καρπός τής κεδρελάτης 2. καρπός τού φυτού άρκευθος 3. το φυτό άρκευθος … Dictionary of Greek
κεδρίδα — κεδρίς fruit of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρίδας — κεδρίς fruit of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρίδες — κεδρίς fruit of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρίδος — κεδρίς fruit of fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρίδων — κεδρίς fruit of fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρίσι — κεδρίς fruit of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρίσιν — κεδρίς fruit of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
cédride — ► sustantivo femenino BOTÁNICA Fruto del cedro, como una piña pequeña con escamas apretadas. * * * cédride (del lat. «cedris, ĭdis», del gr. «kedrís») f. Piña del cedro. * * * cédride. (Del lat. cedris, ĭdis, y este del gr. κεδρίς). f. Fruto del… … Enciclopedia Universal
ασταφίς — ἀσταφίς και ὀσταφίς και σταφίς, η (Α) 1. η σταφίδα 2. το κρασί που παρασκευάζεται από σταφίδα, ο σταφιδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλοι τ. οσταφίς (σπάνιος) και σταφίς (Ιπποκρ., θεόκρ.) από τους οποίους ο τ. ασταφίς (Ιων.… … Dictionary of Greek